φιτρός

φιτρός
ὁ, Α
1. κορμός δέντρου
2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου
3. δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι-τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhei- /*bhī- «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το αρχ. ιρλνδ. benaid «χτυπά» και τον λατ. τ. υποτακτικής per-fi-nes «να σπας, να καταλύεις», με έρρινο ένθημα) και εμφανίζει επίθημα -τρο-ς, πρβλ. οἶσ-τρος, χύ-τρος (πρβλ. επίθημα -τρο-ν). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bhei-d- «σχίζω» τού ρ. φείδομαι* (πιθ. από τη ρίζα *bhei «χτυπώ» με οδοντική παρέκταση), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος σχηματισμού του. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε έναν αρχικό τ. *φιδ-ρός(με επίθημα -ρος), ο οποίος στη συνέχεια δέχθηκε την επίδραση τών επιθημάτων -τρος, -τρον, ενώ, λιγότερο πιθανή είναι η προέλευση τής λ. από τ. *φιδ-τρο-ς, ο οποίος θα έδινε κανονικά τ. *φισ-τρο-ς. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι και οι δύο απόψεις έχουν ως αφετηρία την αναγωγή τού τ. φιτρός «κορμός» σε μια ρίζα με σημ. «κόβω, χτυπώ, σχίζω, σπάζω» με βάση την ανάλογη περίπτωση τής λ. κλάδος που ανάγεται σε ρίζα με σημ. «χτυπώ» (πρβλ. κλῶ «σπάζω», βλ. λ. κλάδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιτρός — block of wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτροῖσιν — φιτρός block of wood masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτροί — φιτρός block of wood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτροῦ — φιτρός block of wood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτρούς — φιτρός block of wood masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτρῶν — φιτρός block of wood masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτρῷ — φιτρός block of wood masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτρόν — φιτρός block of wood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бить — бью, укр. бити, др. русск., ст. слав. бити, болг. бия, сербохорв. би̏ти, би̏jе̑м, словен. biti, bȋjem, чеш. biti, biji, польск. bic, biję, в. луж. bic, biju, н. луж. bis, bijom. Родственно д. в. н. bīhal топор , также bil, арм. bir дубинка,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • bhei(ǝ)-, bhī- (*bher-) —     bhei(ǝ) , bhī (*bher )     English meaning: to hit     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”     Material: Av. byente “ they fight, hit” (H. Lommel KZ. 67, 11); Arm. bir “ big stick , club, mace, joint” (*bhi ro ); Gk. φῑτρός m. “tree truck,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”